λαμυρια

λαμυρια
    λαμυρία
    λᾰμῠρία
    ἥ дерзость, наглость, бесстыдство Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαμυρια" в других словарях:

  • λαμυρία — λαμυρίᾱ , λαμυρία wantonness fem nom/voc/acc dual λαμυρίᾱ , λαμυρία wantonness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμυρία — λαμυρία, ἡ (Α) [λαμυρός] θρασύτητα, αναίδεια …   Dictionary of Greek

  • λαμυρίᾳ — λαμυρίαι , λαμυρία wantonness fem nom/voc pl λαμυρίᾱͅ , λαμυρία wantonness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμυρίας — λαμυρίᾱς , λαμυρία wantonness fem acc pl λαμυρίᾱς , λαμυρία wantonness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμυρίαν — λαμυρίᾱν , λαμυρία wantonness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατραβία — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρία μετά έρυθριάσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λατραβός] …   Dictionary of Greek

  • λατραβός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβός και λατραβία (= «λαμυρία μετά ερυθριάσεως», κατά τον Ησύχιο) συνδέονται με τη λ. λατραβιάζω*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»